- έφαμμα
- ἔφαμμα, -ατος, τὸ (Α) [εφάπτομαι]ἐφαπτίς*, είδος στρατιωτικού επενδύτη, πανωφοριού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔφαμμα — neut nom/voc/acc sg ἔφαμμος sandy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφάμμασι — ἔφαμμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφάμμασιν — ἔφαμμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφαμματίζω — ἐφαμματίζω (Α) [έφαμμα] προσδένω, δένω μαζί, συνδέω … Dictionary of Greek